- κατεχθραίνω
- κατεχθραίνω,A hate inveterately, τινα Jul.Or.5.171b.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κατεχθραίνω — (Α) (επιτ. τ. τού εχθραίνω) μισώ υπερβολικά κάποιον … Dictionary of Greek
κατεχθίζω — (Α) (επιτ. τ. τού εχθίζω) κατεχθραίνω*, μισώ υπερβολικά κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού κατεχθραίνω] … Dictionary of Greek